- ταχύπωλος
- -ον, Α(ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος* («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + πῶλος (πρβλ. καλλί-πωλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχύπωλος — with fleet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπώλους — ταχύπωλος with fleet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπώλων — ταχύπωλος with fleet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπωλε — ταχύπωλος with fleet masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπωλοι — ταχύπωλος with fleet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόπωλος — μελανόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πῶλος (πρβλ. λευκό πωλος, ταχύπωλος)] … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek